-
1 ἀντί-θυρος
ἀντί-θυρος ( ϑύρα), der Thüre gegenüber, κατ' ἀντίϑυρον κλισίης Od. 16, 159; Einige halten τὸ ἀντίϑυρον für einen Ort im Hause, welcher der Thüre gegenüber liegt, ein Vorgemach; vgl. Soph. El. 1433 βᾶτε κατ' ἀντιϑύρων. Bei Luc. Alex. 16 wird ἀντίϑυρον erkl. τὸ ὄπισϑεν τῆς ϑύρας μέρος.
См. также в других словарях:
ἀντίθυρον — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem acc sg ἀντίθυρος opposite the door neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίθυρος — ἀντίθυρος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον προθάλαμος, πρόδομος 3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα … Dictionary of Greek